- κιμβεια
- κιμβείαἡ болезненная скупость, скаредность, жадность Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κιμβεία — κιμβείᾱ , κιμβεία stinginess fem nom/voc/acc dual κιμβείᾱ , κιμβεία stinginess fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] … Dictionary of Greek
κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* … Dictionary of Greek